θύαρος

θύαρος
θύαρος, ,=
A

αἶρα 11

, Ps.-Dsc.2.100.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θύαρος — θύαρος, ὁ (Α) αίρα η μεθυστική, ζιζάνιο τών σιτηρών με υπνωτικό δηλητηριώδη καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (ΙΙ) «μαίνομαι» + κατάλ. αρός, κατά τα κίσθ αρος, κόμ αρος] …   Dictionary of Greek

  • θύαρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”